δεκαρολογία

δεκαρολογία
beş kuruşun hesabını görme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκαρολογία — η 1. η ιδιότητα τού δεκαρολόγου 2. ενέργεια δεκαρολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • δεκαρολογία — η μικροπρεπής και ανέντιμος χρηματισμός: Μην περιμένεις να κάνεις τη δουλειά σου με δεκαρολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”